Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Πώς θα σταματήσουμε τον νομισματικό πόλεμο


Τις τελευταίες εβδομάδες η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται επί ποδός πολέμου, τουλάχιστον ρητορικά. Από τις 27 Σεπτεμβρίου όπου ο Υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας Γκουίντο Μαντέγκα δήλωσε ότι έχει αρχίσει ένας «διεθνής νομισματικός πόλεμος», η παγκόσμια οικονομική συζήτηση διεξάγεται σε πολεμικούς όρους, όχι μόνον από την πλευρά των δημοσιογράφων που βγάζουν τους πρώτους τίτλους, αλλά και από την πλευρά κορυφαίων οικονομικών αξιωματούχων.  Τη θέση της θολής ρητορείας για ‘διεθνή συνεργασία με στόχο τη στήριξη της παγκόσμιας ανάπτυξης’ πήραν άλλοι, πιο πολεμικοί τόνοι. Οι χώρες κατηγορούν η μία την άλλη για πρόκληση στρεβλώσεων στην παγκόσμια ζήτηση με … όπλα που ξεκινούν από την ποσοτική χαλάρωση (εκτύπωση χρήματος για αγορά ομολόγων) και φτάνουν ως τις παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος και τους ελέγχους για τα ξένα κεφάλαια.
Πίσω από όλη αυτή την αναταραχή υπάρχουν στην πραγματικότητα τρία πεδία μάχης. Το μεγαλύτερο εξ αυτών αφορά την άρνηση της Κίνας να επιτρέψει την ταχύτερη ανατίμηση του γουάν. Βλέπουμε Αμερικανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους να μιλούν με όλο και πιο σκληρούς όρους για την ‘καταστροφική δυναμική’ που παράγει το υποτιμημένο κινεζικό νόμισμα. Τον περασμένο μήνα το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε νομοθεσία που επιτρέπει στις εταιρείες να ζητήσουν δασμολογική προστασία ενάντια σε χώρες με υποτιμημένο νόμισμα – και μάλιστα με μεγάλη πλειοψηφία και από τα δύο κόμματα. Οι ‘αθέμιτες’ εμπορικές πρακτικές της Κίνας έχουν γίνει ένα καυτό ζήτημα των ενδιαμέσων αμερικανικών εκλογών.
Ένα δεύτερο πεδίο μάχης αφορά τη νομισματική πολιτική του ανεπτυγμένου κόσμου, και πρωτίστως το ενδεχόμενο οι κεντρικές τράπεζες να αρχίσουν σύντομα να τυπώνουν μαζικά χρήμα προκειμένου να αγοράσουν κρατικά ομόλογα. Το δολάριο κινείται πτωτικά,  καθώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές περιμένουν ότι η FED θα κινηθεί πιο γρήγορα και πιο τολμηρά. Το ευρώ έχει βρεθεί στα ύψη καθώς οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ δείχνουν λιγότερο ενθουσιασμό για τέτοιες πολιτικές. Στα μάτια της Κίνας – και στην πραγματικότητα πολλών κυβερνήσεων άλλων αναπτυσσόμενων οικονομιών – η ποσοτική χαλάρωση των πλούσιων χωρών δημιουργεί τεράστιες στρεβλώσεις στην παγκόσμια οικονομία, καθώς οι επενδυτές σπεύδουν οπουδήποτε αλλού εκτός αυτών, και ιδίως στις αναδυόμενες οικονομίες, σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων.
Ένα τρίτο πεδίο διένεξης  προκύπτει από το πώς απαντούν οι αναπτυσσόμενες χώρες σε αυτή την ενίσχυση των κεφαλαιακών ροών. Αντί να αφήσουν τη συναλλαγματική τους ισοτιμία να ανατιμηθεί, πολλές κυβερνήσεις παρεμβαίνουν αγοράζοντας ξένο συνάλλαγμα ή επιβάλλοντας φορολογία στις ξένες κεφαλαιακές εισροές. Πρόσφατα η Βραζιλία διπλασίασε τον φορολογικό συντελεστή στις ξένες αγορές κρατικών ομολόγων της. Αυτή την εβδομάδα η Ταϊλάνδη ανακοίνωσε την επιβολή ενός νέου φόρου παρακράτησης 15% για τους ξένους επενδυτές που κατέχουν κρατικά της ομόλογα.
Προς το παρόν όμως αυτές οι αψιμαχίες απέχουν πολύ από έναν πραγματικό νομισματικό πόλεμο. Πολλά από τα όπλα που χρησιμοποιούνται δείχνουν λιγότερο απειλητικά αν τα εξετάσουμε πιο προσεκτικά. Τα μέτρα ελέγχου των κεφαλαιακών εισροών είναι μετριοπαθή. Στον πλούσιο κόσμο μόνο η Ιαπωνία κατέφυγε πρόσφατα σε παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος και μέχρι στιγμής το έκανε μόνο μια φορά. Συν τοις άλλοις, δεν διαφαίνεται κανένας σοβαρός κίνδυνος για άμεση προσφυγή σε εμπορικό πόλεμο. Ακόμα και στην Αμερική, το ενδεχόμενο επιβολής δασμών ενάντια στην Κίνα έχει, ευτυχώς, πολύ δρόμο μπροστά του – γιατί και το νομοσχέδιο είναι πιο μετριοπαθές από ό,τι ακούγεται αλλά και γιατί θα πρέπει να εγκριθεί από τη Γερουσία ή να υπογραφεί από τον πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα.
Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Ο σημερινός ψευτοπόλεμος μπορεί σύντομα να μετατραπεί σε πραγματική σύγκρουση. Οι συνθήκες που οδηγούν στην απόκλιση των οικονομικών πολιτικών – ιδίως η πολύ χαμηλή ανάπτυξη στον πλούσιο κόσμο – θα κρατήσουν πολλά χρόνια. Από τη στιγμή που θα αρχίσουν να γράφουν οι πιέσεις της  δημοσιονομικής λιτότητας, θα ενισχυθεί η έλξη ενός υποτιμημένου νομίσματος ως πηγής ενίσχυσης της ζήτησης και θα αυξηθεί αναλόγως η πίεση προς τους πολιτικούς να αντιμετωπίσουν την Κίνα ως αποδιοπομπαίο τράγο. Και εάν η ροή των ξένων κεφαλαίων προς τις αναπτυσσόμενες χώρες ενισχυθεί κι άλλο, οι κυβερνήσεις του μπορεί να υποχρεωθούν σε σκληρές επιλογές ανάμεσα στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας τους, στην επιβολή  αληθινά δρακόντειων ελέγχων για τις κεφαλαιακές εισροές ή στο να επιτρέψουν την υπερθέρμανση της οικονομίας τους.
Το τι πρέπει να γίνει είναι σαφές. Χρειαζόμαστε μια εκ νέου εξισορρόπηση της παγκόσμιας ζήτησης, με μείωσή της στις υπερχρεωμένες πλούσιες οικονομίες και αύξηση των δαπανών στις χώρες του αναδυόμενου κόσμου. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της κατανάλωσης στις πλεονασματικές οικονομίες σαφώς και θα βοηθήσουν, αλλά πρέπει επίσης να ανατιμηθούν οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες των χωρών αυτών. Το κινεζικό γουάν είναι πράγματι υποτιμημένο. Κι αυτό δεν πλήττει μόνο την Δύση αλλά και τις άλλες αναδυόμενες οικονομίες – ιδίως εκείνες που επιτρέπουν την ελεύθερη διακύμανση των νομισμάτων τους – και σε τελική ανάλυση και την ίδια την Κίνα, που θα πρέπει να στηρίξει περισσότερο τη ζήτηση της στην εσωτερική κατανάλωση.
Είναι επίσης σαφές ότι όλα αυτά δεν αποτελούν διαδικασίες χωρίς κόστος. Η Κίνα έχει δίκιο να ανησυχεί για αστάθεια σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι των εξαγωγικών της εταιριών χάσουν τις δουλειές τους. Ακόμα και οι πιο εύλογες επιλογές – όπως το μείγμα δημοσιονομικής λιτότητας και χαλαρής νομισματικής πολιτικής που υιοθετεί ο ανεπτυγμένος κόσμος – μπορεί να έχουν προβληματικό αντίκτυπο στις μικρές και ανοικτές οικονομίες με τη μορφή μη ευπρόσδεκτων κεφαλαιακών εισροών. Αυτές οι κεφαλαιακές εισροές θα είναι μεν λιγότερες καταστροφικές για τις χώρες από τις ζημιές που μπορεί να υποστούν αν η Δύση κατρακυλήσει σε αποπληθωρισμό και στασιμότητα, αλλά και πάλι μπορεί να σημάνουν προβλήματα.
Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ μιας πολυμερούς προσέγγισης, όπου θεσμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι G20 θα μπορούσαν να προωθήσουν τη συναίνεση ανάμεσα στις μεγάλες οικονομίες. Το πρόβλημα είναι ότι οι πολυμερείς διαδικασίες μέχρι στιγμής έχουν αποδώσει ελάχιστα. Εξού και ο πολλαπλασιασμός των φωνών που καλούν για μια διαφορετική, επιθετικότερη προσέγγιση: για σκλήρυνση της στάσης απέναντι στην Κίνα, είτε μέσω εκδικητικών ελέγχων των κεφαλαιακών ροών (όπως το να μην επιτρέπεται στην Κίνα να αγοράζει αμερικανικά ομόλογα) ή για επιβολή εμπορικών κυρώσεων στο Πεκίνο. Και όλα αυτά δεν προέρχονται από την πλευρά των συνήθων υπόπτων για προστατευτισμό. Ακόμη και μερικοί οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου εκτιμούν ότι η οικονομική βία αποτελεί τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να υποχρεώσει την Κίνα να βγει από την αυτοκαταστροφική της εμμονή – και άρα, λένε αυτοί, να αποφευχθεί μια πιο ευρεία προστατευτική αντίδραση αργότερα.
Αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Οι απειλές αυτές μοιάζουν με μπλόφα  που δεν πρόκειται να δουλέψει (Πώς θα απαγορέψει κανείς στην Κίνα να αγοράζει αμερικανικά ομόλογα; Είναι το πιο ευρέως διαπραγματευόμενο στοιχείο ενεργητικού των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών! ) ή με επικίνδυνη πρόκληση. Αν το καθεστώς του Πεκίνου έλθει αντιμέτωπο με ένα εμπορικό τελεσίγραφο, μπορεί, στηριγμένο στη νέα αίγλη του ως  δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου, να θεωρήσει ότι του είναι πολιτικά πιο ανώδυνο να εκδικηθεί τις ΗΠΑ. Έτσι αρχίζουν οι εμπορικοί πόλεμοι.
Σε κάθε περίπτωση, η εστίαση στην Αμερική και την Κίνα και μόνον αποτελεί παρανόηση του προβλήματος. Οι νομισματικοί πόλεμοι είναι κάτι παραπάνω από ένας θύτης κι ένα θύμα. Στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε την ενίσχυση πολυμερών προσπαθειών στο παρασκήνιο, που θα βάλουν στο παιχνίδι τις αναδυόμενες οικονομίες οι οποίες πλήττονται από την πολιτική της Κίνας. Η Βραζιλία και άλλες χώρες άρχισαν να το φωνάζουν. Η επόμενη συνάντηση των G20 θα γίνει στη Νότια Κορέα το Νοέμβριο. Η σύνοδο κορυφής της Σεούλ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση όχι για μια νέα Συμφωνία της Πλάζα (οι σημερινές εντάσεις είναι εξαιρετικά πολύπλοκες για να επιλυθούν μέσα από μια μεγάλη συμφωνία νομισματικής ειρήνης του τύπου που έκαναν 5 χώρες στη Νέα Υόρκη το 1985) αλλά σαν τρόπος να ξεκαθαρίσουν οι όροι της συζήτησης και να ενισχυθεί η πίεση. Το θέμα θα βγάλει  λιγότερους μεγαλόστομους τίτλους αλλά ο πόλεμος πρέπει να αποφευχθεί, να μην γίνει.
sofokleous 10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου